Σέρρα -- Ο χορός τών θεών , η ψυχή του Πόντου

Музыка

Πυρρίχιος , Κρεμλίνο , 2016
ஜஜ۩۞۩ஜஜ۩۞۩ஜஜ۩۞۩ஜஜ۩۞۩ஜஜ
‘Επιασε απ’ το χέρι τον Γαληνό κι όπως εκείνος δεν έστερξε ν’ ακολουθήσει, προχώρησε μονάχος του. Ο κόσμος παρατηρούσε ακόμη μουδιασμένος. Κάλεσε ο Νικηφόρος τους μουζικάντηδες να σταθούν απέναντί του, παραγγειλε τον χορό σέρρα δίχως λόγια κι έδεσαν αράδα οι τέσσερις αντάρτες τα χέρια.
Αργά, κοφτά, ξεκίνησε η μουσική και κατόπιν όλο να ταχύνεται ο ρυθμός, να ξαναπέφτει, και πάλι ογλήγορος. Ταίριαζαν οι βηματισμοί τους με το άγριο των βουνών, το άγριο της ζωής τους και με τα πολεμικά τεχνάσματα που παρίστανε ο πυρρίχιος, ο αρχαίος χορός, κι ας μη βαστούσαν ασπίδες και δόρατα. Επίθεση, άμυνα, παραφύλαξη, απειλή, οπισθοχώρηση, ελιγμό, κάλυψη, όλα τα περιέκλειε ο χορός τους. Όμως δεν ήταν μόνο αυτά. Έσφιγγαν τα χέρια τους, καθώς δένουν τα κλωνάρια στον κορμό, σ’ ένα αντάμωμα συντρόφων, ζωντανών και αποθαμένων. Κι έσκαβαν με τις μπότες τη γης, θαρρείς κράζοντάς της ότι την πατούν και συγχρόνως σάμπως ν’ αφουγκράζονται όσους τους φώναζαν από κάτω, γενιές και γενιές πρωτύτερες.
Χόρευαν κι έδειχναν να υπερίπτανται του κόσμου. Να κάθεται ο Θεός μέσα στον άνθρωπο κι ο άνθρωπος ν’ αρπάζεται απ’ το Θεό. Το φέγγος και η σκοτεινιά να εναλλάσσονται στα πρόσωπά τους, φωτοσκότεινοι, ίδιο το στάλαμα της ζωής. Να ζυμώνεται το κορμί, να τσακίζει, να λύνεται και να ξαναδένεται. Ν’ αναπαύεται η ψυχή κάπου στα σύγνεφα να λυτρώνεται κι ευθύς να τρομάζει. Τη μια να τους τραβά το χώμα, την άλλη να υψώνονται όπως ο Ανταίος. Να πυρακτώνεται ο νους και να βογκά ο τόπος από τους γδούπους, να τρέμει από την παλληκαριά και την αποκοτιά τους. Να φορτώνονται την ιστορία, να την κουβαλούν και να τους σέρνει, να χτυπούν τα γόνατα καταγής και πάλι να στυλώνονται ορθοί. Να κατέχουν ότι παρέκει καρτερά ο θάνατος και να τον περιγελούν.
Αντάρα και καταχνιά να θολώνει το βλέμμα τους, μα και να σκιρτά στα λοξοκοιτάγματά τους γλυκάδα αντρίκεια. Ν’ αποζητούν στων γυναικών τα μάτια το λίγωμα, το παίνεμα, της σάρκας και της καρδιάς το φούντωμα. Αφού δίχως την αγκάλη τους χέρσος ουρανός θ’ απόμεναν, και τούτοι λαχταρούσαν να καρπίσουν, ν’ αφήσουν το σημάδι τους στης πλάσης την περαταριά μεσ’ απ’ τη σπορά τους.
Σιωπή και κρότος εκεί. Ραγισματιές, μπόρες, τραντάγματα, γκρεμίσματα και αγναντέματα κατά τον ξάστερο ουρανό κάποια ξένοιαστη βραδιά. Εκεί η μάνα, ο κύρης, ο παππούς και η λυκομάνα, συγγενείς, αδέλφια και φίλοι, το στασίδι και το λιβάνι της εκκλησίας. Εκεί το φίλιωμα, η έχθρα, το σκιάξιμο και η περηφάνια, πάθια και κρίματα, βάσανα, πόθοι και αγάπες μυστικές, αμολόγητες. [...]
Εκεί κι όλα τα’ ανακατώματα του πόνου και της θλίψης. Γιατί έτσι ορθώνεται η ψυχή, αντάμα με το φτεροκόπημα και τον καημό.
Δαιμονική δύναμη, αφιονισμένη, φαινόταν να ρίχνεται καταπάνω τους ή να εφορμά από μέσα τους. Να κατρακυλούν στον Άδη και ν’ αναγεννιούνται. Έβγαζαν και κραυγές άναρθρες απ’ τα στόματά τους και πότε φώναζαν «Όι» «Όι», σαν να νογούσαν ότι δεν τους βοηθά η γλώσσα να τα παρατήσουν όλα τούτα με λόγια κι επιστράτευσαν το κορμί να το συλλαβίσει.
[ Από το βιβλίο: "Σέρρα. Η ψυχή του Πόντου" του Γιάννη Καλπούζου , (σελ. 437, 438 , 439)]
ஜ۩۞۩ஜஜ۩۞۩ஜஜ۩۞۩ஜஜ۩۞۩ஜஜ۩۞۩ஜஜ۩۞۩ஜஜ۩۞۩ஜஜ۩۞۩ஜஜ۩۞۩ஜஜ۩۞۩ஜஜ۩۞۩ஜஜ۩۞۩ஜ
Αποποίηση: Το παρόν βίντεο δεν δημιουργήθηκε με σκοπό το κέρδος. Το ακουστικό περιεχόμενο δεν ανήκει σε εμένα. Οι φωτογραφίες είναι από το διαδίκτυο και δεν επιθυμώ να επωφεληθώ από τα πνευματικά δικαιώματα των δημιουργών.

Пікірлер

    Келесі